- στενοτέρους
- στενόςnarrowmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτεύοντα — (primates). Τάξη θηλαστικών, τα οποία, αν και διατήρησαν πρωτεγενείς χαρακτήρες, εμφανίζουν ανωτερότητα σε σχέση με άλλα παρόμοια. Στην τάξη αυτή ανήκουν ζώα που διαθέτουν μεγάλο και πολύπλοκο εγκέφαλο, όπως οι πίθηκοι λεμούριοι και οι τάρσιοι.… … Dictionary of Greek
Βεντήρης, Γεώργιος — (Άρτα 1890 – Ελβετία 1954).Δημοσιογράφος και ιστορικός. Ο Β. υπήρξε ένας από τους σημαντικούς παράγοντες της ελληνικής πολιτικής ζωής κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. Λακωνικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Άρτα και άρχισε τη δημοσιογραφική του… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek
Λουβουά, Φρανσουά Μισέλ Λε Τελιέ, μαρκήσιος του- — (Francois Michel Le Tellier, marquis de Louvois, 1641 – 1691). Γάλλος πολιτικός. Γιος του Μισέλ Λε Τελιέ, τον οποίο διαδέχτηκε στο αξίωμα του υπουργού των Στρατιωτικών, υπήρξε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λουδοβίκου ΙΔ’. Ο Λ.… … Dictionary of Greek
Μπούτο, Ζουλφικάρ Άλι — (1928 – 1979). Πακιστανός πολιτικός. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, μιας από τις πλουσιότερες της χώρας. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Μπέρκλεϊ και της Οξφόρδης και, μετά τις σπουδές του, γύρισε στην πατρίδα … Dictionary of Greek
Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που … Dictionary of Greek
ανεκμετάλλευτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός τον οποίο δεν εκμεταλλεύεται κανείς, δεν τον χρησιμοποιεί για να ωφεληθεί: Ο ορυκτός πλούτος της χώρας είναι ακόμη σχεδόν ανεκμετάλλευτος. 2. εκείνος από τον οποίο δεν έχει κανείς παράνομο όφελος: Δεν άφησε ανεκμετάλλευτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)